ἀντιτάξει

ἀντιτάξει
ἀντίταξις
a setting in array against
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀντιτάξεϊ , ἀντίταξις
a setting in array against
fem dat sg (epic)
ἀντίταξις
a setting in array against
fem dat sg (attic ionic)
ἀντιτάσσω
set opposite to
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀντιτάσσω
set opposite to
fut ind mid 2nd sg
ἀντιτάσσω
set opposite to
fut ind act 3rd sg
ἀ̱ντιτάξει , ἀντιτάσσω
set opposite to
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱ντιτάξει , ἀντιτάσσω
set opposite to
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀντιτάσσω
set opposite to
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀντιτάσσω
set opposite to
fut ind mid 2nd sg
ἀντιτάσσω
set opposite to
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πιστωτικός τίτλος — Έγγραφο με τύπο καθορισμένο από τον νόμο, στο οποίο είναι ενσωματωμένο το δικαίωμα που μνημονεύεται σ’ αυτό. Ο π.τ. έχει την πολύτιμη ιδιότητα να είναι αντικείμενο εύκολης διαπραγμάτευσης, επειδή το δικαίωμα που είναι ενσωματωμένο σε αυτόν είναι… …   Dictionary of Greek

  • ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… …   Dictionary of Greek

  • πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… …   Dictionary of Greek

  • παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… …   Dictionary of Greek

  • συμψηφισμός — ο, ΝΜ [συμψηφίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμψηφίζω, συνυπολογισμός νεοελλ. 1. (οικον.) η με συνυπολογισμό επερχόμενη απόσβεση τών μεταξύ δύο προσώπων υφιστάμενων αμοιβαίων απαιτήσεων 2. (νομ.) α) το δικαίωμα που έχει ο οφειλέτης να… …   Dictionary of Greek

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

  • Βασιλείου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τη Χασιά της Αττικής. Πολέμησε μαζί με τον αδελφό του Μελέτη από το 1821 έως το 1826. Όταν δολοφονήθηκε ο αδελφός του, ο Β. ανέλαβε την αρχηγία του σώματος με τον βαθμό του υπολοχαγού. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Κορό, Ζαν-Μπατίστ Καμίγ — (Jean Baptiste CamilleCorot, Παρίσι 1796 – 1875). Γάλλος ζωγράφος. Μαθήτευσε για διάστημα τριών ετών στο εργαστήριο του Ζαν Βικτόρ Μπερτέν, ενώ παράλληλα ζωγράφιζε στα περίχωρα του Παρισιού, στο δάσος του Φοντενεμπλό και στη Νορμανδία. Το 1825… …   Dictionary of Greek

  • Μπέλες — Ορεινός όγκος στα σύνορα Ελλάδας – Βουλγαρίας – ΠΓΔΜ, με ιδιαίτερη στρατιωτική σημασία εξαιτίας της θέσης του. To M. στάθηκε, από τους βυζαντινούς χρόνους έως τους τελευταίους πολέμους, θέατρο στρατιωτικών επιχειρήσεων και σκληρών μαχών. Το 1014… …   Dictionary of Greek

  • ντεκανταντισμός — Όρος που αρχικά δήλωνε ένα γαλλικό λογοτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε το 1880 με βάση τις μεταρομαντικές ποιητικές θεωρίες και ως πολεμική εναντίον των παρνασσιακών. Στην πραγματικότητα decadents (παρηκμασμένοι) ονομάστηκαν από τους αντιπάλους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”